Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

~ Πόλη ~ Άννα Ντε Νοάιγ





Είδα την Πόλη ως ήμουνα παιδί, και τη θυμάμαι
σαν κάτι ονειρεμένο.
Θυμάμαι κάποιο μιναρέ γαλάζιο, κι' ένα βάζο
με σμύρνα γεμισμένο.

Θυμάμαι, στα Γλυκά-νερά, το λαγγεμένο βράδυ
το δίχως τελειωμό:
σα φίδι μού τριγύριζε με θέρμην από τότε
η Ποίηση το λαιμό.


 Και στοχαζόμουνα σαν τι, στο τρυφερό παλάτι,
ποια τάχα συντυχιά,
ποιο βεζυρόπουλο τρελό για πάντα θα μ' εκράτει
σε μια γλυκειά σκλαβιά!

Ό αιθέρας μοιάζει χλιαρός στη δύση, κ' είν' η γης
βαριά, το καλοκαίρι.
Στενάζει από την ηδονή και βράζει η έμορφιά
στ' Ανατολίτικα τα μέρη.

Πολύχρωμα συντέφια κι' ω! βραχιόλια από κοράλι,
παζάρια ευωδιασμένα,
σταφύλια από το Βόσπορο τριανταφυλλιά, που μοιάζουν
φτιασιδωμένα !




Άγρια κι' ολόθερμη ζωή, ξέγνοιαστη κι' ερωτιάρα,
κοιμάσαι όλη τη μέρα.
Κ' είναι, τη νύχτα, οι πόθοι σου σκυλιά, τα στόματά τους
φλογίζουν τον αγέρα.

Ω! τ' Αρναούτ-κιοϊ συκιές, πολύφωτε ουρανέ,
μονότονη γοητεία,
να βλέπεις πάντα μιαν ακτή, που σκλάβα της κρατάει εκεί
την Ευτυχία!

«Τα φώτα της Αγιά-Σοφιάς δάσος, και το λιβάνι
κρυμμένο περιβόλι,
στο λαγγεμένο της κορμί στηλώνεται, κι' αφήνει
να τη θαυμάζουν όλοι...»


 Ήμουν φτιαγμένη για να ζω πλάι στα νερά τ' αμαρτωλά
κι' από του ήλιου το χάδι,
τη χώρα αφιερώνοντας του μισοφεγγαριού
στην Άρτεμη, το βράδυ.

Ήμουν φτιαγμένη για να ζω κατ' από μια δαμασκηνιά
τρώγοντας κουκουνάρι.
Εκεί που ετοίμαζ' η Ξανθώ το χτυποκάρδι του Σενιέ,
όλη δροσιά και χάρη.

Ήμουν φτιαγμένη για να ζω στα βέλα τα μεταξωτά
και μέσ' τα κεχριμπάρια,
που δένουν και σκεπάζουνε τα μπράτσα τα λαχταριστά,
ανάλαφρα κι' ανάρια.


Κανένας δε θε νά 'ξερε τον ξέφρενό μου πόνο
δε θα 'χα τραγουδήσει:
θα 'χα κρατήσει απάνω μου, σα μια πελώρια λύρα
του ήλιου τη χρυσοβρύση.


Άννα ντε Νοάϊγ (Μετάφραση : Μυρτιώτισσα)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου