Πέμπτη 26 Μαΐου 2011

ΑΓΑΠΗ

 
Είναι νύχτα, βαριά και σκοτεινή
μέσα στη δίνη σκέψεις τριγυρίζουν,
ένας μεγάλος κύκλος ασημόσκονης σκορπά τα μόριά του
κι απ' το απόλυτο σκοτάδι ένα φως, δειλά γεννιέται.
Οι πυγολαμπίδες στήνουν το χορό τους 
και διψασμένα στόματα προσμένουν την ανάσταση...
το συναίσθημα τη σκέψη φυγαδεύει και πανηγυρίζει,
λυτρωμένα τα κορμιά να πάλλονται στο ρυθμό του φεγγαριού
και η θέρμη διαδέχεται το ψύχος σ' αυτή την παγωμένη ανάσα της νυχτιάς.

Στην αιωνιότητα η καρδιά προσμένει κι υπομένει
μύρια όνειρα φαιδρά και υποσχέσεις,
δυο άγγελοι φωνάζουν τ' όνομά της
και σε μάλαμα υπογράφουν τη δοξασμένη χάρη της, την Αγάπη.

Χαρίσματα μεμψίμοιρα δεν τα χωρά η αγκαλιά της
νωθρά χαμόγελα δεν ακουμπά στο πέρασμά της,
ποτέ δεν κοίταξε την λύπη, μήτε γνώρισε το δάκρυ
δεν κάμωσε ποτέ τα όνειρα από στάχτη.
Μόνο τα δώρα της που πρόσφερε σε νικητές και ηττημένους
κι έκανε τη θλίψη να ωχριά, βουβή, μετανιωμένη.

Κι υφαίνει τους αγέρηδες, ξακουστοί στο πέρασμά τους
μια θύμιση του νου το απαλό άγγιγμά της,
να ζωντανεύει τ' άψυχα, τη μοίρα ν' αφεντεύει
και να λυγίζει τα βουνά με τις καθάριες μελωδίες.
Σαν τα πελώρια κύματα τα αγνά κι αθώα δάκρυά τους
σαν μια κορνίζα αδειανή το εύθραστο το γέλιο,
να' ναι ο χρόνος δυνατός το βάρος να σηκώσει
κι από τις στάχτες της γοργά να αναγεννηθεί.
Να' ναι οι δρόμοι ανοιχτοί για να τους περπατήσει
με δάφνες και ρόδα άλυκα να την υποδεχτούν,
ώστε τα όνειρα να αγρυπνήσει, η Αγάπη. 

Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

~ Εκεί που Ζει η Αθωότητα ~


Εκεί, στην πιο σκοτεινή γωνιά καθόταν κουλουριασμένο κι άλαλο. Μέσα στη λήθη της νυχτιάς έπλεκε τ’ αστέρια με τ’ απαλά ακροδάχτυλά του, κοιτώντας μ’ ένα βλέμμα απλανές, μα γιομάτο λάμψη και συμπόνοια.
Τριγύρω του παιχνίδια και παλιά συναξάρια, κούκλες πορσελάνινες με δαντέλες κιτρινισμένες απ’ τη φθορά του χρόνου… ένα δερμάτινο σεντούκι πλημμυρισμένο μυρουδιές κι αναμνήσεις…
Κι όλο έπλεκε, κι όλο κοιτούσε και τ’ αστέρια άρχισαν να σχηματίζουν μια φωτεινή αλυσίδα, που έπαιρνε τα δάκρυα μακριά…

Πλησίασα το κοριτσάκι και χάιδεψα απαλά τις μεταξένιες μπούκλες του.
Ποια μοίρα σε επλάνεψε, από πού έρχεσαι και πού πηγαίνεις; Θυμώνω γιατί μέσα στα μάτια σου βλέπω τα δικά μου, παίρνεις ζωή απ’ τη ζωή μου αυθαίρετα και με περίσσια αυθάδεια…Πόσο θα ήθελα να μάγευα το χρόνο, να σκορπούσα σε χίλια κομμάτια και να γεννιόμουν ξανά απ’ την αρχή…

Πόσο θα ήθελα να ζω στο δικό σου κόσμο, ανέγγιχτο απ’ το σκοτάδι και τις άλαλες κραυγές...Είσαι εδώ κι είσαι παντού…Σ’ ευχαριστώ, που υπάρχεις για να μου θυμίζεις, ότι η αθωότητα δεν θα πεθάνει όσο θα ζεις Εσύ μες την ψυχή μου… 
 

~ Η Δύναμη της Αγάπης ~

 
Μια αγκαλιά τα κύμματα που δέρνουν μανιασμένα
χίλια κορμιά προσμένουν αλυσοδεμένα μια σπιθαμή συμπόνιας.
Κοίτα πώς κλαίει ο ουρανός, πώς γέρνει το φεγγάρι
άκου τους ψίθυρους που λέει η καρδιά σου
και άσε ελεύθερα τα όνειρα να κάνουν απόψε βόλτα…
 
Η νύχτα μοιάζει μαγική κι εσύ ο μαγεμένος
λύνεις την άλυτη σιωπή, υφαίνεις δίχτυα διψασμένα
σαν μια καρδιά απο πέτρα που ξέχασε πώς να χτυπά
σαν νηριήδες που περνούν κι αφήνουν τ’ άγγιγμά τους.
Είσαι τραγούδι κι άνεμος, είσαι το αγκυροβόλι
και από μετάξι ντύνεις τάχα μου το πεπρωμένο
μα σαν ο άνεμος διαλυθεί και νοιώσει λαβωμένος
χάνεις τη δύναμη αυτή που έχεις για ασπίδα.
 
Γιατί η αγάπη δεν γνωρίζει σταθμούς και σύνορα
δεν ξέρει, δεν διαχωρίζει θάλασσες από στεριές.
Μόνο σαν βράχος στέκει ακλόνητη και λέει το όνομά σου
και αφεντεύει τις καρδιές και στάζει στην πίκρα μέλι.
Και να που μεταμορφώνεσαι για δε μπορείς ν’ αντέξεις
τόση ομορφιά ψυχής, τόσα καθάρια λόγια.
 
Και ξάφνου τα μάγια λύνονται, χαμογελούν οι αγγέλοι
μ' ένα φεγγάρι ολόγιομο να σε θωρεί ακίνητο
να σπέρνει χρώματα στη σκοτεινή σου μέθη.
Σύρε τώρα και πήγαινε αλλού να ξεθυμάνεις
κι αυτά τα δίχτυα μάζεψε γιατί εδώ δεν έχουν θέση,
εδώ υπάρχουν όνειρα κι ελπίδες γεννημένες
από μια μάνα που δεν λυγά, δεν νοιώθει άλλο πόνο.
 
Μόνο στα χέρια της τα ροζιασμένα χαράσσονται νέοι δρόμοι,
δρόμοι που δεν έχουν περπατηθεί ποτέ από κανέναν.
Αυτή η μάνα που φυλά τα συναξάρια των ονείρων
και απ’  τα μάτια της κυλά μαργαριταρένιο δάκρυ
υψώνει ανάστημα στη μαύρη καταχνιά
γιατί έχει όνομα ιερό, αυτή είναι η Αγάπη.
 
 
 

~ Μικρό Οδοιπορικό ~

 
Γλυκοχαράζει έξω απ' το γκρίζο παραθύρι κι ολόγυρα μια άδολη σιωπή
δεν κραδαίνει λάφυρα η μέρα που' ρχεται, μήτε αντιστάσεις
ξέρει όμως να κρατά τις ίδιες πάντα αποστάσεις,
σαν ανεμόσκαλα που ρίχτηκε δυο λόγια για να πει.

Μέσα απ' αντάρες και καπνούς μάθαμε να προχωράμε
η σκέψη μας δεν βάρυνε απ' του φευγιού το βάρος
κι από τη δίψα για ζωή περίσσευε το θάρρος
κείνο που μάθαμε τον ήλιο για να κοιτάμε.

Ανάλαφρα τα βήματά μας για τις βαριές περιπλανήσεις
βαστάνε χρόνια του μυαλού οι ανηφόρες
κείνες που δεν τις τρομάζουνε οι μπόρες
κι οι ψυχές που προσδοκούν με ήλιο να μεθύσεις.
 

Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

ΕΛΠΙΔΑ

Προσθήκη λεζάντας
 
Σαν ξακουστό τραγούδι, αιώρα μες στο πλήθος
μ' ένα βιολί για συντροφιά στο γέμισμα της ώρας,
να πέφτουν τα πέταλα από τα γιασεμιά, που σαν αιθέριος ήχος
έντυσε την μπαλάντα μου, την άδεια από παλμούς κι εικόνες.

Μη στέκεις άλλο, μην αργείς, κοίτα την τρικυμία
διώξε τα μανιασμένα σύννεφα απ' της ψυχής τα βάθη,
κάνε τ' αστέρια από ψηλά να λάμψουν με μαγεία
κι άσε τα μικρόψυχα τα ξωτικά να ψάξουν γι' άλλα δάση.

Τράβα τον ίσκιο σου από τον ουρανό κι άσε με να πετάξω
από τ' απαύγασμα της σκοτεινιάς να' ρθούν να σε κρατήσουν,
σε σκονισμένα συναξάρια του μυαλού, εκεί θε να σε ρίξω
για να μπορεί η αυγή και το ξημέρωμα με φως να σε γεμίσουν.

Γιατί μ' εσένα σύμμαχο μπορώ να πολεμήσω
στου χρόνου τη φθορά και της ζωής τη σημασία,
καμωμένη απ' αλαβάστρο να μην ξαναλυγίσω
και να τινάξω της αγάπης την φθορά π' έγινε στο βωμό θυσία.
 

Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

~ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ~

Κι η ευωδιά ανθούσε ολόγυρα
με τα γεράνια να πάλλονται στο φως του γερασμένου ήλιου
και τα παντζούρια ορθάνοιχτα τ' όραμα να γυρεύουν
κείνο που'δαν το περασμένο αγριεμένο βράδυ,
μες στη σταλαγματιά της θερινής πνοής, στη σιγαλιά.

Κι άφησα το βλέμμα ελεύθερο να δει, να ταξιδέψει
στου ποταμού τ' απάνεμα, καθάρια νερά
και οι κρυστάλινες ανταύγειες του περνούν την ίριδα και την αιχμαλωτίζουν,
μ' ένα της πέπλο ντύνονται λουλούδια, γιασεμιά.

Μικρό το ποταμάκι στην ανυπέρβλητη ομορφιά του
κι όλα τριγύρω έσταζαν ψιχάλες της βροχής,
μια μελωδία να ηχεί από τα γάργαρα νερά του
κι ένα ποτήρι που ζητά τα διψασμένα χείλη.

Στις όχθες του πλαγιάζουνε τα μαραμένα φύλα
και η ζωή ξανάρχεται και τα γεμίζει χρώμα,
σαν πίνακας ουράνιος, νωπός κι ευτυχισμένος
το δειλινό ξενύχταγε στον τελειωμό τ' Απρίλη.

Κι έφευγαν μάνες κι αδελφές στα σπιτικά να πάνε
σκυθρωπό το σούρουπο, σκεπτόμενο κι αμίλητο,
ένα καντήλι έγερνε και φυλαχτό γινόταν
κι εγώ εσένα πρόσμενα το δειλινό να φέρει.

Τρίζαν οι ανεμόμυλοι και τα πουλιά γυρνούσαν
σαν το τρελλό ανέβασμα στον κάμπο η δύναμή σου,
πήρα και άναψα κεριά στο ποταμού την όχθη
λέξεις που κρύβουν μυστικά έσκυψα και ψιθύρισα...